- επιγραμμάτιον
- ἐπιγραμμάτιον, το (Α)μικρό επίγραμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγραμμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπιγραμμάτιον — ἐπιγραμμάτιον , ἐπιγραμμάτιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγραμματίοις — ἐπιγραμμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγραμματίων — ἐπιγραμμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγραμματίῳ — ἐπιγραμμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)